Η Ελλάδα κατά το μεγαλύτερο τμήμα της περιβάλλεται από θάλασσα, η οποία αποτελεί μέρος της μεγάλης υδάτινης λεκάνης που λέγεται Μεσόγειος Θάλασσα. Προς Δ. η Ελλάδα βρέχεται από το Ιόνιο Πέλαγος, προς Α. από το Αιγαίο Πέλαγος και προς Ν. από το Λιβυκό Πέλαγος.
Χαρακτηριστικό των νερών των ελληνικών θαλασσών, είναι το γαλάζιο τους χρώμα και η μεγάλη τους διαφάνεια. Αυτό οφείλεται αφ’ ενός στο γαλάζιο ουρανό της χώρας, που καθρεφτίζεται μέσα στα νερά των θαλασσών και αφ’ ετέρου στο γεγονός ότι δεν υπάρχουν μεγάλες ποσότητες στερεών ουσιών, όπως πλαγκτόν, χώμα, σκόνη, που αιωρούνται συνήθως μέσα στο νερό.
Οι ελληνικές θάλασσες περιέχουν αλάτι (χλωριούχο νάτριο) κατά μέσο όρο 3,8%. Η περιεκτικότητα αυτή μεταβάλλεται, ανάλογα με τις θαλάσσιες περιοχές. Έτσι, στο νότιο Αιγαίο, η αλμυρότητα είναι μεγαλύτερη, γιατί εδώ δε χύνονται ποτάμια για να αραιώσουν την αλμυρότητα με τα γλυκά νερά τους. Αντίθετα, στο βόρειο Αιγαίο, λόγω των εκβολών σ’ αυτό πολλών ποταμών, η περιεκτικότητα των νερών σε αλάτι είναι μικρή. Η θερμοκρασία των νερών των θαλασσών, σε βάθος κάτω από 400 μ. είναι πάντα γύρω στους 13° C. Στην επιφάνεια τα νερά έχουν θερμοκρασία, ανάλογα με την εποχή, μεγαλύτερη από 22°C ως 23° C. και μικρότερη από 12°C. ως 14°C.
Θαλάσσιος διαμελισμός
Το μήκος των ελληνικών ακτών φτάνει περίπου 15.000 χλμ., από τις οποίες 11.000 χλμ. περίπου ανήκουν στα νησιά και 4.000 χλμ. στο ηπειρωτικό τμήμα. Τα ελληνικά παράλια παρουσιάζουν πλουσιότατο θαλάσσιο διαμελισμό και σε καμιά σχεδόν ακτή δεν υπάρχει ευθεία γραμμή.
Αρχίζοντας από τα δυτικά παράλια της Ελλάδας, που βρέχονται από το Ιόνιο πέλαγος, απαντά ο όρμος της Φτελιάς, που είναι ο πιο ακραίος όρμος των ελληνικών εδαφών της Ηπείρου. Στη συνέχεια υπάρχει ο κόλπος της Σαγιάδας, της Ηγουμενίτσας, της Πλαταριάς, της Πάργας και λίγο πιο κάτω ο κόλπος Γύμαρος ή Γόμαρος. Νοτιότερα αρχίζει η μικρή χερσόνησος της Νικόπολης ή Πρέβεζας, που καταλήγει στον ομώνυμο κόλπο. Προχωρώντας προς τα κάτω, μετά τον πορθμό της Πρέβεζας, είναι ο Αμβρακικός κόλπος, ο οποίος βασικά είναι μία μικρή κλειστή θάλασσα. Στα βόρεια του κόλπου αυτού βρίσκονται οι λιμνοθάλασσες Τσουκαλιό και Λογαρού, στις οποίες γίνεται συστηματική ιχθυοτροφία, τα ακρωτήρια Άγιος Στέφανος, Λασκάρα και Σκαφιδάκι, και ακόμη πιο βόρεια υπάρχει ο όρμος της Σαλαώρας. Ανατολικότερα βρίσκεται ο όρμος της Κόπραινας και ο κολπίσκος του Μενιδιού.
Προχωρώντας από τα ανατολικά προς τα δυτικά του κόλπου απαντά ο όρμος του Καρβασαρά, της Βόνιτσας και της Πρέβεζας. Συνεχίζοντας προς νότο, στις Ακαρνανικές ακτές, σχηματίζονται οι όρμοι Δρεπάνου, Βούρκου και οι κόλποι της Ζαβέρδας ή Παλαίρου και του Αστακού. Μεταξύ Λευκάδας και Ακαρνανίας βρίσκεται η γέφυρα του Αλεξάνδρου, η οποία ενώνει τη θάλασσα των Παξών με τη θάλασσα των Εχινάδων.
Στη συνέχεια απαντά ο Πατραϊκός κόλπος, ο οποίος βρίσκεται στην είσοδο του Κορινθιακού κόλπου, προς το μέρος της Πελοποννήσου. Στη βόρεια παραλία του βρίσκεται η λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου με πολλά νησάκια. Προς τα ανατολικά ο Πατραϊκός κόλπος στενεύει και εδώ απαντούν τα ακρωτήρια Αντίρριο (στην Αιτωλία) και Ρίο (στην Πελοπόννησο). Στη συνέχεια, είναι ο Κορινθιακός κόλπος, ο οποίος χωρίζει την Πελοπόννησο από τη Στερεά Ελλάδα. Στη βόρεια ακτή του υπάρχουν οι κόλποι: Ερατεινής, Βίδαβης, Σαλώνων (Άμφισσας), Άσπρων Σπιτιών, Δομβρένας και τα ακρωτήρια Ψαρομύτα, Ανδρομάχης, Πάσσαλος ή Πάγκαλος, Βελανιδιά. Από το ακρωτήρι Βελανιδιά αρχίζει ο κολπίσκος Λειβαδόστρας, που λέγεται και Αλκυονίδα θάλασσα. Ανάμεσα σ’ αυτή και στον κόλπο της Ποσειδωνίας (Κορίνθου) βρίσκεται η χερσόνησος της Περαχώρας, που καταλήγει στο ακρωτήρι Ηραίο. Η Ν. ακτή του Κορινθιακού δεν έχει βαθειές κολπώσεις, αλλά σχηματίζει μικρούς όρμους, οι σπουδαιότεροι από τους οποίους είναι: το Λέχαιο, της Πυργοσυκιάς, του Αιγίου, του Ψαθόπυργου κ.ά.
Στις δυτικές ακτές της Πελοποννήσου απαντούν μετά τον Πατραϊκό κόλπο, οι κόλποι της Γαστούνης, της Κυπαρισσίας ή Κόρφος της Αρκαδιάς και του Ναυαρίνου (ή Πύλου), τον οποίο προφυλάσσει το νησάκι Σφακτηρία. Συναντάμε επίσης και τα ακρωτήρια Κυλλήνης, Τρυπητής, Κατάκωλο, Κούνελος.
Στη Ν. Πελοπόννησο απαντούν ο Μεσσηνιακός και ο Λακωνικός κόλπος, οι οποίοι εισχωρούν βαθιά στο έδαφος και δημιουργούν τρεις χερσονήσους: τη Μεσσηνιακή, που καταλήγει στο ακρωτήρι Ακρίτας, τη Λακωνική, που καταλήγει στο ακρωτήρι Ταίναρο (το νοτιότερο άκρο της Πελοποννήσου) και την χερσόνησο της Επιδαύρου Λιμηράς, που φθάνει ως το ακρωτήρι Μαλέας. Οι πλευρές των δύο παραπάνω κόλπων είναι γεμάτες από κολπίσκους και μικρά ακρωτήρια.
Μετά το ακρωτήρι Μαλέας (ή Κάβο – Μαλιάς), απαντά το Μυρτώο πέλαγος. Οι ακτές της Πελοποννήσου, που αρχίζουν μετά το Μαλέα καταλήγουν στον Αργολικό κόλπο. Εδώ, στις ανατολικές Πελοποννησιακές ακτές, υπάρχουν πάρα πολλοί όρμοι και ορμίσκοι από τους οποίους οι περισσότεροι είναι άγνωστοι. Αναφέρονται μόνο τα ακρωτήρια Βελανιδιάς, Καμήλιο, Γεράκι, Βαθύ, Κουρμάζι, Βαθύ Αυλάκι, Τρίκκερι, κ.ά.
Μετά τον Αργολικό κόλπο βρίσκεται ο Σαρωνικός κόλπος, που είναι τεράστια θαλάσσια εσοχή στην ξηρά. Ανάμεσα στον Αργολικό και Σαρωνικό κόλπο βρίσκεται η Αργολική χερσόνησος, οι ακτές της οποίας διαμελίζονται από πολυάριθμους κολπίσκους και όρμους ή δημιουργούν μικρές χερσονήσους και ακρωτήρια, όπως η χερσόνησος των Μεθάνων και το ακρωτήρι Σκύλαιο.
Στο Σαρωνικό κόλπο συναντιόνται οι κολπίσκοι: των Μεγάρων, της Ελευσίνας, του Κερατσινιού, του Πειραιά, του Νέου Φαλήρου, της Βουλιαγμένης, της Βάρης, της Αναβύσσου κ.ά. Σχηματίζονται επίσης και μικρές χερσόνησοι, όπως της Βουλιαγμένης, του Περάματος, της Πειραϊκής και ακρωτήρια, όπως το Σούνιο, το Κρόμμυο, το Καβούρι, ο Άγιος Κοσμάς κ.ά.
Μετά το Σούνιο είναι το στενό της Μακρονήσου, όπου ξεχωρίζουν τα ακρωτήρια Φονιάς και Θορικού, που ανάμεσά τους σχηματίζονται οι δύο ορμίσκοι του Λαυρίου. Μετά απ’ αυτούς συναντιόνται οι μικροί κολπίσκοι του Πόρτο – Ράφτη, της Βραώνας, του Μαραθώνα κ.ά. Το ακρωτήρι Κυνός Ουρά κλείνει τον κόλπο του Μαραθώνα και από εκεί αρχίζει μία ευθύγραμμη και χωρίς κολπώσεις παραλία ως τον πορθμό του Ευρίπου, από όπου αρχίζει ο βόρειος Ευβοϊκός κόλπος. Εκεί βρίσκονται οι μικρές κολπώσεις Χαλιών, Λάρυμνας, Αταλάντης κ.ά. και πολλά μικρά ακρωτήρια. Στα ΒΔ του κόλπου η θάλασσα προχωρεί στην πεδιάδα της Φθιώτιδας και σχηματίζει το Μαλιακό κόλπο. Βορειότερα απαντά ο Παγασητικός κόλπος, που προφυλάσσεται από τα Α. και Ν. από τη Χερσόνησο της Μαγνησίας. Από τη χερσόνησο αυτή ως το Θερμαϊκό κόλπο που ακολουθεί, η παραλία δεν παρουσιάζει σπουδαίες κολπώσεις. Πιο πάνω και στις εκβολές του Αξιού και του Αλιάκμονα ποταμού αρχίζει ο κόλπος της Θεσσαλονίκης, ο οποίος κλείνεται από τα ακρωτήρια Μικρό και Μεγάλο Καραμπουρνού. Από τα ακρωτήρια αυτά αρχίζει η χερσόνησος τη Χαλκιδικής, που περιέχει τους κόλπους: Κασσάνδρας, Σιγγιτικό και Παγασητικό. Οι τρεις αυτοί κόλποι χωρίζουν τη Χαλκιδική χερσόνησο σε τρεις χερσονήσους, της Κασσάνδρας, της Σιθωνίας και του Αγίου Όρους ή Άθω. Πολλά ακρωτήρια σχηματίζονται στις χερσονήσους αυτές από τα οποία κυριότερα είναι: Πύργος, Ποσείδαιο, Κάστρο, Δρέπανο, Νυμφαίο, Κομός κ.ά. Αμέσως μετά το Στρυμονικό κόλπο βρίσκεται ο κόλπος της Καβάλας και, τέλος, στα παράλια της Θράκης συναντάμε το μοναδικό κόλπο του Πόρτο Λάγο. Νησίδες, μικρές λιμνοθάλασσες και δέλτα σχηματίζονται στις εκβολές των ποταμών Νέστου και Έβρου.
Θαλάσσιος βυθός: Ο βυθός των ελληνικών θαλασσών, σύμφωνα με τις μελέτες των ωκεανογραφικών ινστιτούτων και των υδρογραφικών υπηρεσιών, εμφανίζεται ανώμαλος και παρουσιάζει υποβρύχιες οροσειρές, κοιλάδες, πεδιάδες, βαθιά ανοίγματα, ύφαλους και σκόπελους κ.ά. Τα αίτια γι’ αυτή τη διαμόρφωση οφείλονται κυρίως στους ποταμούς, που συνεχώς μεταφέρουν και συσσωρεύουν στο βυθό διάφορες ύλες, στα ηφαίστεια που δημιουργούν υφάλους και νησιά και σε διάφορους άλλους παράγοντες.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στα ΒΑ της Σαντορίνης και σε βάθος 19 μ. κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, βρίσκεται υποβρύχιο όρος, ο ύφαλος Κολούμπο. Επίσης στα Β. της Κρήτης υπάρχει μέσα στο βυθό μία τεράστια υποβρύχια χαράδρα, που φθάνει μέχρι τη Μ. Ασία. Τέλος, κοντά στα νησιά Σαντορίνη, Κέα, Δήλο, Μύκονο, Σπέτσες, Βόρειες Σποράδες, Λευκάδα, Ιθάκη και αλλού υπάρχουν μεγάλοι ύφαλοι ή υποβρύχια όρη, που σχηματίστηκαν από αποικίες κοραλλιών.
Τα μεγαλύτερα βάθη
Τα μεγαλύτερα βάθη των ελληνικών θαλασσών βρίσκονται τα εξής σημεία:
Φρέαρ Οινουσών. ΝΔ της Πελοποννήσου, 62 μίλια ΝΔ του ακρωτηρίου Ταίναρο. Το βάθος στο σημείο αυτό είναι 4.850 μ. και θεωρείται το μεγαλύτερο της Μεσογείου.
Τάφρος της Καρπάθου. ΝΔ της βόρειας άκρης της Καρπάθου και έχει βάθος 3.294 μ. και 2.298 μ. Το μεγαλύτερο βάθος (3.294 μ.) βρίσκεται 32 μίλια ΝΑ του ακρωτηριού Σίδερο, ενώ το άλλο βάθος (2.298 μ.) βρίσκεται 20 μίλια βόρεια του Σίδερου.
Φρέαρ Θερμαϊκού. Μεταξύ Χαλκιδικής και Β. Σποράδων, 19 περίπου μίλια στα νότια του ακρωτηριού Δρέπανο και έχει μέγιστο βάθος 1.550 μ.
Φρέαρ της Ρόδου. 14 μίλια νότια του ακρωτηριού της Ρόδου, Λάρδος και έχει μέγιστο βάθος 4.043 μ.
Παλίρροιες και ρεύματα
Το φαινόμενο της παλίρροιας αν και είναι σπάνιο σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, στην Ελλάδα παρατηρείται σε πολλά στενά και δίαυλους. Βέβαια το φαινόμενο αυτό δεν είναι τόσο αισθητό στην Ελλάδα, όσο είναι στα παράλια του Ατλαντικού, όπου η θάλασσα ανεβαίνει και κατεβαίνει 14 περίπου μέτρα. Το κυριότερο από τα σημεία στα οποία εκδηλώνεται το φαινόμενο της παλίρροιας στη χώρα, είναι ο πορθμός του Ευρίπου. Από τη γέφυρα που υπάρχει εκεί μπορεί κανείς να παρακολουθήσει άνετα το φαινόμενο.
Το ρεύμα της θάλασσας αλλάζει πορεία κατά κανονικά διαστήματα. Με το νέο φεγγάρι και την πανσέληνο η αλλαγή γίνεται κάθε 6 ώρες και 15 λεπτά. Στο ενδιάμεσο διάστημα όμως η αλλαγή πορείας του ρεύματος κυμαίνεται από 1 φορά ως 4 φορές το 24ωρο. Πολλές φορές οι αλλαγές, στο ενδιάμεσο διάστημα, φτάνουν τις 12 και κάποτε τις 14 φορές. Το ρεύμα είναι ισχυρότατο, και ικανό να πετάξει στην ακτή το καράβι που θα πλέει αντίθετα στη φορά του. Η ταχύτητα του ρεύματος είναι κατά μέσο όρο 3-5 μίλια την ώρα.
Άλλα σημεία, στα οποία παρατηρείται το φαινόμενο της παλίρροιας είναι στη διώρυγα της Κορίνθου, με μεγαλύτερη ταχύτητα του ρεύματος 2 – 2 1/2 μίλια, στα λιμάνια του Πειραιά και Θεσσαλονίκης, στο στενό της Λευκάδας, με ταχύτητα ρεύματος 0,5 – 1,5 μίλι, στο στενό της Πρέβεζας με ρεύμα μεγαλύτερης ταχύτητας 3,5 μίλια, στον πορθμό του Ρίου – Αντιρρίου, στο Ναύσταθμο και στη Μύκονο.
Η άνοδος της στάθμης της θάλασσας λέγεται πλημμυρίδα (ή πλήμμη) και η κάθοδος της στάθμης λέγεται αμπώτιδα (ή ρηχία). Η πλημμυρίδα και η αμπώτιδα μαζί, αποτελούν το φαινόμενο της παλίρροιας, η οποία οφείλεται κυρίως στην έλξη που ασκεί η Σελήνη πάνω στη γη και κατά δεύτερο λόγο στην έλξη του ήλιου.
Οι μετατοπίσεις μεγάλων μαζών θαλάσσιων νερών από μία περιοχή σε μία άλλη, ονομάζονται ρεύματα. Αυτά οφείλονται σε διάφορους παράγοντες, όπως στις κινήσεις της ατμόσφαιρας, στη διαφορά αλμυρότητας, η οποία υπάρχει μεταξύ δύο θαλάσσιων περιοχών κ.ά.
Στην Ελλάδα υπάρχει ένα μεγάλο ρεύμα που σχηματίζεται στο Αιγαίο με διεύθυνση από Β. προς Ν. και που προέρχεται από τον Ελλήσποντο. Κατά τη διαδρομή του επιδρά στο κλίμα των ανατολικών ακτών, της ηπειρωτικής Ελλάδας και το καθιστά ψυχρό και ξηρό. Γίνεται αντιληπτό πιο αισθητά στα καράβια, στο κανάλι του Κάβο – Ντόρο και στο κανάλι Μυκόνου – Ικαρίας.
Ένα άλλο επίσης μεγάλο ρεύμα υπάρχει και στο Ιόνιο πέλαγος από τα Β. προς τα Ν. Προέρχεται από τη Μεσόγειο θάλασσα και είναι θερμό. Κάτω από την Κρήτη το ρεύμα αυτό χωρίζεται σε δύο τμήματα, από τα οποία το ένα προχωρεί προς το Αιγαίο και το άλλο, όπως είπαμε, στο Ιόνιο πέλαγος.
Μεγάλα τοπικά θαλάσσια ρεύματα είναι δυνατό να δημιουργηθούν και κατά τη διάρκεια μεγάλων σεισμικών δονήσεων. Τα ρεύματα αυτά μπορούν να σαρώσουν ακόμα και πολιτείες, και το κύμα τους φτάνει τα 4 μ., όπως έγινε το 1956 στην Κάλυμνο.
Πορθμοί και ισθμοί
Οι κυριότεροι πορθμοί που υπάρχουν στην Ελλάδα είναι οι εξής:
Του Ευρίπου. Σχηματίζεται μεταξύ της Στερεάς Ελλάδας και της Εύβοιας και έχει ελάχιστο πλάτος 40 μ. και ελάχιστο βάθος 7,5 μέτρα. Συνδέει το βόρειο με το νότιο Ευβοϊκό κόλπο
Του Ρίου – Αντίρριου. Σχηματίζεται μεταξύ Πελοποννήσου και Στερεάς Ελλάδάς και έχει μέγιστο πλάτος 1.850 μέτρα και μέγιστο βάθος 59 μέτρα
Της Πρέβεζας. Σχηματίζεται στην είσοδο του Αμβρακικού κόλπου. Έχει μήκος 1.400 μ., ελάχιστο πλάτος 40 μ. και βάθος 7,2 μέτρα μέσα στο κενό, και 5,1 μέτρα πριν το στενό
Της Λευκάδας. Σχηματίζεται μεταξύ Λευκάδας και Ακαρνανίας και έχει πλάτος 25 μ. και βάθος 5,3 μ.
Άλλοι πορθμοί είναι: ο πορθμός του Τρίκκερι που σχηματίζεται στο στόμιο του Παγασητικού κόλπου, ο πορθμός της Ιερισσού που βρίσκεται στη Χερσόνησο του Αγίου Όρους, ο πορθμός της Ποτείδαιος που βρίσκεται στη Χερσόνησο της Κασσάνδρας κ.ά.
Στα δυτικά του Σαρωνικού κόλπου βρίσκεται ο Ισθμός της Κορίνθου, ένα στενό τμήμα ξηράς που συνδέει την Πελοπόννησο με τη Στερεά Ελλάδα. Εκεί υπάρχει σήμερα τεχνητή διώρυγα, που ενώνει το Σαρωνικό και τον Κορινθιακό κόλπο και που έχει μήκος 6.300 μ. και πλάτος 24 μ. περίπου.
Η θάλασσα στα νησιά Ο θαλάσσιος διαμελισμός της νησιώτικης Ελλάδας είναι πλούσιος και πολυσύνθετος. Σε όλο το μήκος των παραλιακών γραμμών υπάρχει πλήθος από όρμους, κόλπους και κολπίσκους, ακρωτήρια και χερσονήσους κ.ά.
Τα νησιά του Ιονίου, κυρίως η Κεφαλλονιά, έχουν βαθιές κολπώσεις, ακρωτήρια και πολυσχιδείς ακτές. Από τα σπουδαιότερα ακρωτήρια είναι, στην Κέρκυρα το Ποσείδιο, ο Λεύκιμος, ο Αμφίπαγος στη Λευκάδα, ο Λευκάτας, στην Κεφαλλονιά ο Μύτικας, το Ακρωτήρι και η Πούντα, στη Ζάκυνθο το Σχοινάρι, ο Γέρακας και το Κερί.
Η Κρήτη μόνο στη βόρεια παραλία της παρουσιάζει πλούσιο θαλάσσιο διαμελισμό. Εκεί ξεχωρίζουν οι κόλποι Κισσάμου, Σούδας, Κυδωνίας, Σητείας και Μεραμπέλλου. Στα νότια παράλια υπάρχει μόνο ένας κόλπος, της Μεσαράς. Από τα ακρωτήρια κυριότερα είναι η Γραμβούσα, ο Μέλεχας, το Δρέπανο, η Σπάθα, ο Άγιος Ιωάννης, το Σίδερο, ο Κριός κ.ά. Από τις χερσονήσους της Μεγαλονήσου ξεχωρίζει το Ακρωτήρι.
Στα Δωδεκάνησα, τα μεγάλα νησιά (Ρόδος, Κως, Κάρπαθος) δεν παρουσιάζουν πλούσιο θαλάσσιο διαμελισμό, ενώ, αντίθετα, τα μικρότερα έχουν άφθονους κολπίσκους, ακρωτήρια κ.ά.
Η Σάμος έχει στα βόρεια μία κόλπωση με το εξαιρετικό λιμάνι του Βαθέος.
Η Μυτιλήνη έχει δυο μεγάλους κόλπους (Γέρας και Καλλονής) και πολλά ακρωτήρια (Ερεσσού, Άγιος Φωκάς, Σκαμνιά κ.ά.).
Στην Εύβοια δεν υπάρχουν βαθιές κολπώσεις, υπάρχουν όμως ακρωτήρια σημαντικά για τη ναυσιπλοΐα (Αρτεμίσιο, Καφηρέας, Μάνδηλο, Κίναιο).